Λέξη: προστατευτικός
Σχετικές λέξεις: προστατευτικός
προστατευτικός κύκλος
Συνώνυμα: προστατευτικός
κηδεμονικός
Μεταφράσεις: προστατευτικός
προστατευτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
protective, patronizing, protection
προστατευτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
protector, protección, de protección, protectora, protectores
προστατευτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschützte, Schutz-, schützend, Schutz, schütz
προστατευτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préservatif, défensif, protecteur, protection, de protection, protectrice, protecteurs
προστατευτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
protettivo, protezione, di protezione, protettiva, protettivi
προστατευτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
protetor, protecção, de protecção, proteção, protetora
προστατευτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschermend, beschermende, beschermingsmiddelen, bescherming, beschermde
προστατευτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покровительственный, предохранительный, прикрывающий, защитительный, оградительный, защитный, защитная, защитное, защитной, защитные
προστατευτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskyttende, beskyttelses, verne, beskyttelse, beskyttelsesutstyr
προστατευτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skyddande, skydds, skyddsutrustning, skydd, skyddskläder
προστατευτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkka, suojaava, suojeleva, suojaavan, suojatoimenpiteistä, suojaavia, suojatoimenpiteitä
προστατευτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskyttende, beskyttelsesudstyr, beskyttelsesfilm, beskyttelsesfilm og, beskyttelse
προστατευτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chránící, ochranný, ochranné, ochranná, ochranného, ochrannou
προστατευτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ochronny, protekcyjny, osłonny, osłonowy, zabezpieczający, opiekuńczy, ochronne, ochronna
προστατευτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
védő, védelmi, védekezési, védelmet, véd
προστατευτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koruyucu, koruma, koruyucu bir, korunma
προστατευτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захисти, захисний, Задати, Захистний
προστατευτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbrojtës, mbrojtëse, Mbrojtura, të Mbrojtura, mbrojtese
προστατευτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предпазен, защитен, защитно, предпазни, защитна
προστατευτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апякун, ахоўны, абаронны, абарончы
προστατευτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsev, kaitsva, kaitsevahendid, kaitseriietus, kaitseriietust
προστατευτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaštitne, zaštitni, preventivni, zaštitna, zaštitnu, zaštitno
προστατευτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verndandi, hlífðar, verndar, vörn, Varnarvírnet
προστατευτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsauginis, apsauginė, apsauginiai, apsauginius, apsauginės
προστατευτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsardzības, aizsarg, aizsargājošs, aizsargājošu, aizsarglīdzekļi
προστατευτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заштита, заштитните, заштитни, заштитен, заштитна
προστατευτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de protecție, protecție, protectie, protector, de protectie
προστατευτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaščitna, zaščitni, zaščitno, varovalne, varovalna
προστατευτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochranný, ochranné, ochranného, ochrannú
Τυχαίες λέξεις