Credit στα ελληνικά
Μετάφραση: credit, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adsorbing στα ελληνικά - προσρόφησης, απορροφητική της, προσροφητικό, προσροφήσεως, προσροφητικής
- bishop στα ελληνικά - επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
- broadminded στα ελληνικά - ανεκτικός, προοδευτικός
- calm στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, ηρεμία, ήρεμη, ήρεμο, ηρεμίας
Τυχαίες λέξεις
Credit στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
Μεταφράσεις: πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό