Λέξη: σύριγγα
Σχετικές λέξεις: σύριγγα
σύριγγα ονειροκρίτης, σύριγγα αυτιού, σύριγγα alexander, σύριγγα ζαχαροπλαστικής, σύριγγα αναρρόφησης λαδιού, σύριγγα φυτό, σύριγγα του πανός, σύριγγα ινσουλίνης, σύριγγα λουλούδι, σύριγγα 100ml
Συνώνυμα: σύριγγα
σύριγξ, κλυστήρ
Μεταφράσεις: σύριγγα
σύριγγα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
syringe, the syringe, a syringe, syringe is
σύριγγα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jeringa, jeringuilla, la jeringa, jeringa de, de jeringa
σύριγγα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spritze, Spritze, Spritzen
σύριγγα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
seringue, la seringue, seringues, une seringue, seringue de
σύριγγα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
siringa, la siringa, della siringa, siringhe, siringa di
σύριγγα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seringa, seringa de, de seringa, da seringa, syringe
σύριγγα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spuit, injectiespuit, spuitje, de spuit, injectie spuit
σύριγγα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спринцевать, опрыскиватель, шприц, шприца, шприцев, шприцем
σύριγγα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sprøyte, sprøyten
σύριγγα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spruta, sprutan, sprut, injektionsspruta
σύριγγα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
injektioruisku, ruisku, ruiskun, ruiskussa, ruiskuun, ruiskua
σύριγγα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprøjte, sprøjten, injektionssprøjte, injektionssprøjten, sprøjtens
σύριγγα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stříkačka, stříkačky, injekční stříkačka, stříkačku, stříkačce
σύριγγα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpryca, strzykawka, wstrzykiwanie, strzykawki, strzykawkę, syringe, strzykawce
σύριγγα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fecskendő, fecskendőt, fecskendőben, fecskendővel, fecskendőbe
σύριγγα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şırınga, enjektör, bir şırınga, syringe
σύριγγα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шприц, шприць
σύριγγα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shiringë, shiringë e, shiringa, shiringave, shiringë të
σύριγγα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шприц, спринцовка, спринцовката, на спринцовката
σύριγγα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпрыц, шпрыцам
σύριγγα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süstal, prits, süstlas, süstla, süstalt, süstlaga
σύριγγα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispirati, ubrizgati, špric, šprica, štrcaljke, štrcaljka, štrcaljku
σύριγγα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sprautu, sprauta, sprautuna, sprautan, sprautunni
σύριγγα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švirkštas, švirkšte, švirkštą, švirkšto, švirkštų
σύριγγα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šļirce, šļirci, šļirces, šļirču, pilnšļirce
σύριγγα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шприц, шприцот, шприцови, спринцовка
σύριγγα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
seringă, seringa, seringi, seringii, seringă de
σύριγγα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brizga, brizgi, brizgo, brizge, injekcijska brizga
σύριγγα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
striekačka, injekčná striekačka, striekačky, striekacka, striekačku