Decelerate στα ελληνικά

Μετάφραση: decelerate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβραδύνω, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει, επιβράδυνση, επιβραδύνεται, επιβραδύνουν
Decelerate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abortiveness στα ελληνικά - εκτρωματικότητα
  • balancers στα ελληνικά - ισορροπιστές, Ζυγοσταθμίσεις, εξισορροπησης, διατάξεις εξισορρόπησης
  • blows στα ελληνικά - χτυπήματα, φυσάει, κτυπήματα, πλήγματα, τα χτυπήματα
  • chaperoning στα ελληνικά - συνοδείας, συνοδού
Τυχαίες λέξεις
Decelerate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει, επιβράδυνση, επιβραδύνεται, επιβραδύνουν