Λέξη: κατσαρώνω
Συνώνυμα: κατσαρώνω
σγουραίνω, σγουρώνω, σουφρώνω, τσακίζω, ψήνω, βοστρυχώ
Μεταφράσεις: κατσαρώνω
κατσαρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curl, frizz, frizzle, crimp
κατσαρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bucle, ensortijar, rollo, rizos, frizz, el frizz, encrespamiento, el encrespamiento
κατσαρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ring, locke, rolle, kringel, windung, kräuseln, frizz, glattes, sich kräuseln
κατσαρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucle, boucler, rouler, coiffer, rôle, corder, frison, rouleau, volute, friser, frisottis, les frisottis, frizz, des frisottis, de frisottis
κατσαρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riccio, rotolo, ricciolo, ruolo, rullo, sfriggere, crespo, effetto crespo, l'effetto crespo, frizz
κατσαρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
onda, curioso, caracol, frisado, encaracolado, frizz, o frizz, de frizz
κατσαρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rol, friseren, krullen, frizz, kroezen, kroes
κατσαρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кудрявиться, завивать, подвить, курчавиться, виться, рулон, подвивать, завиток, завить, локон, завивка, завиваться, клубиться, завывать, завиться, вьющиеся волосы, кудри, завивают
κατσαρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rull, frizz, krus, krusete, krusete hår
κατσαρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frizz, frissighet, frizzighet, krusa hår, friss
κατσαρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
roottori, kiemura, käppyrä, tela, kääryle, rulla, käärö, kiertää, kähertää, pörröisyyttä, frizz, karkeutta, sähköisyyttä
κατσαρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rulle, ring, frizz, krus, kruset hår, uden krus, kruset
κατσαρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svitek, kudrlinka, kroužek, kudrna, stáčet, nakadeřit, kadeř
κατσαρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwijać, rotacja, zwój, kędzierzawić, nakarbować, lok, kręcić, skręt, falować, ufryzować, tref, skulić, wirowość, fryzować, kędzior, pukiel, skwierczeć, Frizz, lśniące, kręcić kędziory
κατσαρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csavarodás, bodorít, göndörség, göndörödést, frizz, sima
κατσαρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rulo, bukle, kabarmayı, Kıvrılmayan, elektriklenmemiş, elektriklenmeyen
κατσαρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кучеряве волосся, кучеряві волосся, в'юнке волосся, хвилясте волосся
κατσαρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kaçurrel, flokë kaçurrela, dredh, bëj kaçurrela, kaçurrela
κατσαρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръскам, къдрица, гладка, чупливостта, къдриците
κατσαρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кучаравыя, павойныя
κατσαρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lokk, lokkima, kihar, särisema, kräsu, juuste sassiminekut, frizz, kähardama
κατσαρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kovrčica, sitnog kovrèanja, kovrča, sitnog kovrčanja, cvrčati
κατσαρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frizz
κατσαρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ritinys, rulonas, vija, garbanos, garbanoti, Kręcić kędziory, Skwierczeć, kepti
κατσαρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rullis, ritulis, ieveidošanai, sprogas
κατσαρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разлетувањето, frizz, на разлетувањето
κατσαρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rulou, bucla, încreți, aspectul creț, Electrizare, și drept
κατσαρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Frizz, Kovrčica
κατσαρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlna, nakadeřit
Τυχαίες λέξεις