Definition στα ελληνικά

Μετάφραση: definition, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορισμός
Definition στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ascertained στα ελληνικά - εξακριβωθεί, διαπιστώθηκε, διαπιστωθεί, διαπιστώνεται, διαπίστωσε
  • bat-eyed στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
Τυχαίες λέξεις
Definition στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορισμός