Λέξη: λογικά
Σχετικές λέξεις: λογικά
λογικά σφάλματα, λογικά διαγράμματα ροής, λογικά τώρα ή τον έχει χωρίσει ή τον έχει σκοτώσει, λογικά διαγράμματα, λογικά κυκλώματα, λογικά διαγράμματα ασκήσεις, λογικά προβλήματα, λογικά άλματα, λογικά λάθη, λογικά παράδοξα
Μεταφράσεις: λογικά
λογικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reasonably, logically, logical, reasonable, rationally
λογικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lógicamente, lógica, lógico
λογικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vernünftig, vernünftige, logisch, logischer, logischerweise, logische, logischen
λογικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raisonnablement, logiquement, logique, toute logique, façon logique
λογικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
logicamente, logico, logica, modo logico, in modo logico
λογικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
logicamente, lógica, lógico
λογικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
logischerwijze, logisch, logischerwijs, logische, logisch gezien
λογικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сносно, довольно, здраво, достаточно, умеренно, приемлемо, логически, логично, логике, по логике
λογικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
logisk, en logisk, er logisk, logisk sett, logisk måte
λογικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
logiskt, logiskt sett, logisk, logiska, en logisk
λογικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siedettävästi, älykkäästi, kohtalaisen, jokseenkin, loogisesti, johdonmukaisesti, loogista, luonnollisesti, looginen
λογικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
logisk, logisk set, en logisk, logisk nok
λογικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozumně, logicky, logické, se logicky
λογικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sensownie, dość, rozsądnie, rozumnie, racjonalnie, logicznie, logiczne, logiczny, logicznego
λογικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
logikusan, logikailag, logikus, logikai, értelemszerűen
λογικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mantıksal, mantıklı, mantıksal olarak, mantıklı bir, mantıken
λογικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недорогою, розважливий, помірний, недорогий, логічно
λογικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
logjikisht, logjike, mënyrë logjike, logjikisht të, logjikisht e
λογικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
логично, логически, логическо, логично да, е логично
λογικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лагічна, лягічна, і лагічна
λογικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõistlikult, loogiliselt, loogiline, loogiliselt võttes
λογικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razumno, logički, logično, je logično, logično se, logičan
λογικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rökrétt, er rökrétt, rökrétt að, þá er rökrétt, rökréttur
λογικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
logiškai, logiška, logika
λογικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
loģiski, loăiski, ir loģiski
λογικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
логично, логички, логично се, логично е, логично да
λογικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
logic, mod logic, în mod logic, logică
λογικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
logično, smiselno, je logično, logiki
λογικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
logicky, logické
Τυχαίες λέξεις