Deprive στα ελληνικά

Μετάφραση: deprive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστερώ, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Deprive στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agrochemicals στα ελληνικά - αγροχημικά, αγροχημικών, αγροχημικά προϊόντα, αγροχημικών ουσιών
  • breathlessness στα ελληνικά - δύσπνοια, λαχάνιασμα, δύσπνοιας, δυσκολία στην αναπνοή, η δύσπνοια
  • callisthenics στα ελληνικά - οποίο περιλάμβανε γυμναστικές ασκήσεις, περιλάμβανε γυμναστικές ασκήσεις
  • card-playing στα ελληνικά - κάρτα, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα
Τυχαίες λέξεις
Deprive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστερώ, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από