Λέξη: αρμόζων

Συνώνυμα: αρμόζων

κατάλληλος, ίδιος, κύριος, καθώς πρέπει, κόσμιος

Μεταφράσεις: αρμόζων

αρμόζων στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
becoming, fitting, befitting, pertinent

αρμόζων στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adecuado, conveniente, oportuno, prueba, apropiado

αρμόζων στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezent, anständig, fair, werdend, kleidsam, Beschlag, passend, Fitting, Einbau, Armatur

αρμόζων στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
seyant, devenant, bienséant, convenable, décent, séant, essayage, raccord, montage, approprié

αρμόζων στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adatto, adattamento, adatta, montaggio, raccordo

αρμόζων στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apropriado, conveniente, montagem, encaixe, instalação

αρμόζων στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, montage, passende, passen

αρμόζων στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подходящий, пристойный, приличествующий, подобающий, скромный, приличный, порядочный, монтаж, установка, Место, фитинг, фитинга

αρμόζων στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fitting, montering, sittende, passende, passer

αρμόζων στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
montering, passande, passform, monteringen, monterings

αρμόζων στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asennus, sopiva, asentamisesta, asentaminen, asennusta

αρμόζων στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
montering, passende, indretning, tilpasning, fitting

αρμόζων στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slušivý, vybavení, montáž, kování, montáži, šroubení

αρμόζων στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosowny, twarzowy, dopasowywanie, instalacja, Fitting, montażu, montaż

αρμόζων στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerelvény, szerelés, illeszkedő, felszerelése, felszerelés

αρμόζων στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terbiyeli, uydurma, montaj, uygun, bağlantı, fitting

αρμόζων στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монтаж, монтажу

αρμόζων στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
montim, përshtatshëm, i përshtatshëm, përshtatshme, provës

αρμόζων στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг

αρμόζων στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мантаж

αρμόζων στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sobiv, paigaldamise, paigaldamiseks, liitmiku, paigaldamise kohta

αρμόζων στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postajanje, postajala, postaje, pogodan, dolikuje, montažu, ugradnju, montaža

αρμόζων στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mátun, hæfi, vel við hæfi, við hæfi, hæfa

αρμόζων στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pritaikymas, tinkamas, montavimo, įrengimo, montuoti

αρμόζων στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
armatūra, montāžas, montāžu, uzstādīšanai, uzstādīšana

αρμόζων στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фитинг, монтирање, монтажа, поставување, опремување

αρμόζων στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decent, montaj, Parte montare, Partea de montare, potrivit, de montare

αρμόζων στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
elegantní, opremljanje, opremljanja, montaža, vgradnja, vgradnjo

αρμόζων στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
elegantní, náležitý, vybavenie, vybavenia, zariadenia, zariadenie, zariadení
Τυχαίες λέξεις