Discreet στα ελληνικά

Μετάφραση: discreet, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακριτικός, εχέμυθος
Discreet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accustoms στα ελληνικά - συνηθίζει, συνηθίζει τις, συνηθίζει ν, συνηθίζει τις διάφορες, που τους συνηθίζει
  • adhered στα ελληνικά - τηρούνται, τηρηθεί, τηρηθούν, προσκολλάται, τηρείται
  • adze στα ελληνικά - σκέπαρνο, σκεπάρνι
  • blending στα ελληνικά - ανάμειξη, ανάμιξη, ανάμειξης, ανάμιξης, αναμίξεως
Τυχαίες λέξεις
Discreet στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακριτικός, εχέμυθος