Λέξη: απίστευτος

Σχετικές λέξεις: απίστευτος

απίστευτος συνώνυμα, απίστευτος καβγάς στην πρωινή μελέτη (video), απίστευτος πιτσιρικάς έβαλε όλα τα σουτ σε διαγωνισμό αλλά δεν του έδωσαν τα λεφτά, απίστευτος σπιτικός πανηγυρισμός για τον ολυμπιακό, απίστευτος χαμός στα social media με το video που δείχνει ένα ατια να έχει προσγειωθεί στη γη, απίστευτος οδηγός δείτε τον να ντριφτάρει στα όρια.. (βίντεο), απίστευτοσ ο κόσμοσ και ο χαρακτήρασ μασ, απίστευτος καυγάς στον αέρα ρέμου με σταβέντο-βανδή, απίστευτος γυναικοκαυγάς...την έγδυσε στη μέση του δρόμου (βίντεο), απίστευτος τύπος όταν οι άλλοι ξύνουν γόνατο με τη μηχανή αυτός ο πιλοτοσ ξύνει κράνος (βίντεο)

Μεταφράσεις: απίστευτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unbelievable, incredulous, incredible, amazing, an incredible
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incrédulo, increíble, increíbles, increible
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unglaublich, unglaubwürdig, unglaubliche, unglaublichen, schöner, unglaublicher
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défiant, incrédule, méfiant, incroyable, incroyables, extraordinaire, formidable, invraisemblable
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incredibile, gran, incredibili, un'incredibile, fantastico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incrível, incríveis, inacreditável, incredible
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onaannemelijk, ongelofelijk, ongelooflijk, ongelooflijke, geweldige, ongelofelijke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потрясающий, неимоверный, неслыханный, баснословный, неправдоподобный, невероятный, недоверчивый, скептический, невероятно, невероятное, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utrolig, utrolige, utro, fantastisk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
otrolig, otro, otroligt, otroliga, fantastisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskomaton, mieletön, päätön, hullu, tolkuton, epäuskottava, uskomattoman, uskomatonta, uskomattomia, uskomattomat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
utrolig, utrolige, utroligt, fantastisk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedůvěřivý, neuvěřitelný, neuvěřitelné, neuvěřitelnou, neuvěřitelná
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewiarogodny, cudowny, nieufny, niesamowity, niewiarygodny, nieprawdopodobny, niesamowite, niesamowita
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hihetetlen, hihetetlenül, a hihetetlen, elképesztő
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inanılmaz, inanılmaz bir, inanılmazdı, incredible, olağanüstü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшувати, підвищення, зростання, неймовірний, збільшення, неймовірне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pabesueshëm, i jashtëzakonshëm, pabesueshme, e pabesueshme, të pabesueshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невероятен, невероятна, невероятно, невероятната, невероятното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неверагодны, неверагодная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uskumatu, usutamatu, umbusklik, uskumatult, uskumatut, imelise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevjerojatan, nevjerojatnom, nevjerojatno, nevjerojatna, nevjerojatne, nevjerojatnu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ótrúlegur, ótrúlegt, ótrúleg, ótrúlega
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incredibilis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neįtikėtinas, Neįtikėtinai, neįtikėtina, neįtikėtiną
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neiedomājams, neticams, neticami
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неверојатна, неверојатни, неверојатната, неверојатен, неверојатно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incredibil, incredibilă, incredibila, incredibile, partea stângă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neverjetno, neverjeten, neverjetna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skeptický, neuveriteľný, neuveriteľné, neuveriteľnú
Τυχαίες λέξεις