Doubt στα ελληνικά
Μετάφραση: doubt, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω
Μεταφράσεις
- accepted στα ελληνικά - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
- acerbated στα ελληνικά - οξυνθεί, επιδεινώσει
- among στα ελληνικά - ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ των, στους, στις
Τυχαίες λέξεις
Doubt στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω
Μεταφράσεις: αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω