Αμφισβητώ στα αγγλικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discredit, doubt, question, dispute, contest, controvert, argue
Αμφισβητώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αμφισβητώ

dispute
  • διαμάχη
  • διένεξη
  • φιλινικία
  • έριδα
  • συζήτηση
  • αμφισβητώ

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, αμφισβητώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα αγγλικά - disputable, controversial, questionable, debatable, contestable, controvertible
  • αμφισβητούμενος στα αγγλικά - moot, controversial, contentious, contested, question were, disputed recognition
  • αμφισημία στα αγγλικά - amphibology, ambiguity, ambivalence, ambiguous, the ambiguity
  • αμόνι στα αγγλικά - anvil, stithy, the anvil, an anvil
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: discredit, doubt, question, dispute, contest, controvert, argue