Doubtless στα ελληνικά

Μετάφραση: doubtless, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμφίβολος
Doubtless στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abjure στα ελληνικά - αποκρούω, εξομνύω, αποκηρύξει, ομολογούν, ανακαλώ διά όρκου
  • acclamation στα ελληνικά - επευφημία
  • attest στα ελληνικά - μαρτυρώ, πιστοποιώ
  • bleating στα ελληνικά - βέλασμα, κραυγή
Τυχαίες λέξεις
Doubtless στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμφίβολος