Λέξη: ιδιωτικός

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός ντετέκτιβ τιμές, ιδιωτικός ντέντεκτιβ, ιδιωτικός κοινωνικός τουρισμός, ιδιωτικός μετεωρολογικός σταθμός καβάλας, ιδιωτικός δρόμος

Συνώνυμα: ιδιωτικός

ιδιαίτερος, μυστικός, προσωπικός

Μεταφράσεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
private, a private, the private, owned

ιδιωτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
privado, privada, privados, privadas

ιδιωτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlich, geheim, privat, gefreite, individuell, Privat-, privaten, Private

ιδιωτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soldat, privé, intime, particulier, confidentiel, individuel, privée, privés, privative, privées

ιδιωτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
privato, singolo, privata, privati, private, riservato

ιδιωτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prisioneiro, confidencial, privado, privativo, privada, particular, privativa

ιδιωτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
individueel, persoonlijk, hoofdelijk, besloten, particulier, privaat, privé-, privé

ιδιωτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частновладельческий, частный, уединенный, таинственный, секретный, отделенный, боец, приватный, келейный, неофициальный, одинокий, личный, конфиденциальный, рядовой, частная, частное, частной, частные

ιδιωτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
privat, private, eget, egen, personlig

ιδιωτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enskild, privat, menig, privata, eget, egen

ιδιωτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksilöllinen, sotamies, yksityinen, oma, yksityisen, yksityisten, yksityiset

ιδιωτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
privat, private, eget, den private, egen

ιδιωτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěrný, privátní, soukromý, vojín, soukromé, soukromí, v soukromí, soukromého

ιδιωτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poufny, ustronny, tajny, szeregowiec, prywatny, prywata, szeregowy, prywatne, prywatną, prywatnego, prywatna

ιδιωτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
privát, különjárat, egyéni, magánterület, magán, saját, magán-, magánszféra

ιδιωτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireysel, kişisel, özel, özel bir, üyeye özel

ιδιωτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таємність, приватний, усамітнення, окремий, приватна, приватного

ιδιωτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
privat, private, privat të, private e, private të

ιδιωτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частен, лично, частния, частни, частно

ιδιωτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыватны, прыватная, прыватную

ιδιωτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omavaheline, reamees, isiklik, era-, privaatne, erasektori, privaatsõnum, era

ιδιωτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privatni, privatna, privatnog, privatno, privatnih

ιδιωτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn

ιδιωτικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
privatus

ιδιωτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
privatus, asmeninįpranešimą, privataus, privati, privačios

ιδιωτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
personisks, privāts, privātā, privāto, privāta, privātā sektora

ιδιωτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приватна, приватни, приватните, приватниот, приватен

ιδιωτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intim, individual, particular, privat, privată, privata, proprie

ιδιωτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
privátní, zaseben, zasebno, zasebna, zasebni, zasebnega, zasebne

ιδιωτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súkromný, súkromného, súkromné, súkromná, súkromným

Στατιστικά δημοτικότητας: ιδιωτικός

Τυχαίες λέξεις