Dual στα ελληνικά
Μετάφραση: dual, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- air-operated στα ελληνικά - λειτουργούν με πεπιεσμένο αέρα, λειτουργεί με αέρα, του αέρα που λειτουργούν, που λειτουργεί με αέρα, λειτουργούντος με αέρα
- anthropogenic στα ελληνικά - ανθρωπογενείς, ανθρωπογενών, ανθρωπογενή, ανθρωπογενούς, των ανθρωπογενών
- baroness στα ελληνικά - βαρόνη, βαρόνης, η βαρόνη, τη βαρόνη
- boiler-house στα ελληνικά - λεβητοστάσιο, καζάνι
Τυχαίες λέξεις
Dual στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός
Μεταφράσεις: διπλός