Αναπηρία στα αγγλικά
Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disability, disabilities, disabled, invalidity, a disability
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αναπηρία
infirmity
- αναπηρία
- αδυναμία
- ασθένεια
- αναπηρία
- ανικανότητα
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας αγγλικά, αναπηρία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- αναπαριστώ στα αγγλικά - recreate, reenact
- αναπηδώ στα αγγλικά - spring, leap, bob, prance, bounce, recoil, jig, ...
- αναπληρωματικός στα αγγλικά - substitute, acting, substractional, vicarial, alternate, deputy
- αναπληρωτής στα αγγλικά - stopgap, adjunct, deputy, substitute, alternate, associate, deputizing
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: disability, disabilities, disabled, invalidity, a disability
Μεταφράσεις: disability, disabilities, disabled, invalidity, a disability