Λέξη: ιδιότητα
Σχετικές λέξεις: ιδιότητα
ιδιότητα αγγλικά, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα darboux, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα μετάφραση, ιδιότητα συνώνυμα, ιδιότητα πολυτέκνου, ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, ιδιότητα εμπόρου, ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν
Συνώνυμα: ιδιότητα
φύση, χαρακτήρας, ουσία, διατίμηση, εκτίμηση, ταξινόμηση, τάξη, βαθμός πιστωτικής αξίας, σχολή, ικανότητα, δύναμη, καθηγητικό σώμα, ποιότητα, ποιότης, ιδιότης, αρετή, περιωπή, χωρητικότητα, πνευματική αντίληψη, θέση, αξίωμα, ιδιοκτησία, περιουσία, κυριότης, κυριότητα
Μεταφράσεις: ιδιότητα
ιδιότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attribute, property, capacity, quality, nature, status
ιδιότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propiedad, atributo, la propiedad, inmuebles, inmueble, bienes
ιδιότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigenschaft, attribut, merkmal, prädikat, Immobilien, Eigenschaft, Eigentum, Haus, Objekt
ιδιότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épithète, imputer, propriété, qualité, attribuer, attribuons, attribut, attribuent, attribuez, biens, établissement, la propriété, des biens
ιδιότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
qualità, proprietà, immobili, struttura a, beni, di proprietà
ιδιότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atribuir, atributo, atributos, propriedade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
ιδιότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
attribuut, eigenschap, eigendom, goed, eigendomsrecht, bezit
ιδιότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свойство, примета, приписать, атрибут, приписывать, знак, признак, недвижимость, недвижимости, собственность, собственности
ιδιότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
attributt, eiendom, eiendommen, hotellet, egenskapen
ιδιότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
attribut, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
ιδιότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ominaisuus, määre, olemus, puoli, laatu, tuntomerkki, omaisuus, kiinteistö, omaisuuden, omaisuutta, hotellissa
ιδιότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
ιδιότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přívlastek, přičíst, atribut, přičítat, znak, přisuzovat, příznak, vlastnost, nemovitost, majetek, vlastnictví, hotelu ve
ιδιότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyporządkować, właściwość, przymiot, cecha, przydawka, własność, przymiotnik, przypisywać, atrybut, nieruchomość, majątek, mienie
ιδιότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonság, ingatlan, tulajdon, tulajdonjogok, ingatlanok
ιδιότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nitelik, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
ιδιότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
властивість, атрибут, приписувати, приписати, якість
ιδιότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronë, pronës, prona, të pronës, e pronës
ιδιότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
качество, свойство, имот, собственост, имущество, на имота, имота
ιδιότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўласцівасць, уласцівасць
ιδιότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
atribuut, omistama, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht
ιδιότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karakteristika, dodatak, svojstvo, imovina, vlasništvo, Objekt, nekretnina
ιδιότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
ιδιότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savybė, požymis, turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės
ιδιότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašība, īpašums, īpašuma, iestādē, īpašumu, nekustamā īpašuma
ιδιότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопственост, имот, имотот, на имот, на имотот
ιδιότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atribut, proprietate, proprietatea, proprietății, de proprietate, hotel
ιδιότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znak, nepremičnine, nepremičnina, lastnina, lastnost, premoženje
ιδιότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znak, nehnuteľnosť, nehnuteľnosti
Στατιστικά δημοτικότητας: ιδιότητα
Τυχαίες λέξεις