Λέξη: ψυχικός

Σχετικές λέξεις: ψυχικός

ψυχικός θάνατος, ψυχικός πόλεμος, ψυχικόσ κόσμοσ, ψυχικός αριθμός, ψυχικός αυτοματισμός, ψυχικόσ πολεμιστήσ, ψυχικόσ βρικόλακασ, ψυχικός ντετερμινισμός, ψυχικός καταναγκασμός, ψυχικός πόνος

Συνώνυμα: ψυχικός

φρενικός, διανοητικός, του νου, νοερός, πνευματικός

Μεταφράσεις: ψυχικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mental, psychic, spiritual
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mental, psíquico, psíquica, psíquicos, psíquicas, médium
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geistig, seelisch, psychisch, psychischen, psychische, psychischer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
psychologique, cérébral, affectif, intellectuel, mental, psychique, psychiques, médium, voyante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mentale, psichico, psichica, psichici, psichiche, sensitivo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
psíquico, psíquica, psíquicos, psíquicas, vidente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestelijk, mentaal, psychisch, psychische, paranormale, helderziende, de psychische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
духовный, душевный, рассудочный, мысленный, умственный, мыслительный, мнемонический, психический, психическое, психическая, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mental, åndelig, sjelelig, synsk, psykisk, psykiske, synske, klarsynt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
psykiska, psykisk, psykiskt, psychic, själs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mielisairas, henkinen, sielun, mielen, psyykkinen, psyykkisiä, psyykkisen, psyykkiset, psyykkisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
psykiske, psykisk, synsk, synske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
duševní, mentální, psychický, psychické, psychická, psychickou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psychiczny, umysłowy, mentalny, psychiatryczny, myślowy, medium, psychiczne, psychiczna, psychic
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmebeli, pszichikai, pszichés, lelki, pszichikus, médium
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
psişik, ruhsal, medyum, psişik bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимірювання, психічний, психологічний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
psikik, psikike, psiqike, psikike të, mendor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
психически, психическа, психична, психичната, психичен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
псіхічны, псіхалагічны, псыхічны, псіхічна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaimne, selgeltnägija, Meedio, psüühilise, psüühiline, psüühiliste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
duševni, umni, napamet, mentalan, duhovni, psihički, psihička, psihičke, vidovnjaka, vidovnjak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andlegur, sálrænn, skyggn, Psychic, skyggnum, skyggnar, líkamleg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
psichinis, psichikos, telepatija, psichinė, aiškiaregis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
psihisks, psihiska, psihisko, Psychic, psihiskās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
психички, психичкиот, психичките, психичка, психичката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mintal, psihic, psihică, psihice, psihica, medium
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
psihično, jasnovidka, jasnoviden, psihični, jasnovidec
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
psychický, duševné, duševný, duševnej, duševnú, duševného
Τυχαίες λέξεις