Elevator στα ελληνικά

Μετάφραση: elevator, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασανσέρ
Elevator στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afresh στα ελληνικά - εκ νέου, εκ νέου από, πάλι, εκ νέου μετά, εκ νέου την
  • amplitudes στα ελληνικά - πλάτη, εύρος, εύρη, πλατών, πλάτους
  • autocrat στα ελληνικά - αυτοκράτορας, δεσποτικός
Τυχαίες λέξεις
Elevator στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασανσέρ