Λέξη: κακεντρέχεια
Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια
κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο
Συνώνυμα: κακεντρέχεια
κακία, μοχθηρία, μνησικακία, χαιρεκακία, κακοήθεια, πείσμα
Μεταφράσεις: κακεντρέχεια
κακεντρέχεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animosity, maliciousness, spitefulness, malice, malignity, the malice
κακεντρέχεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malicia, maldad, la malicia, de maldad
κακεντρέχεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feindlichkeit, feindseligkeit, Böswilligkeit, Boshaftigkeit, Bösartigkeit, Bosheit, malicious
κακεντρέχεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
haine, animadversion, animosité, aversion, hostilité, rancune, dépit, antipathie, inimitié, répulsion, malveillance, méchanceté, malice, de malice, la méchanceté
κακεντρέχεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animosità, maliciousness, malizia, cattiveria, malignità, malvagità
κακεντρέχεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
malícia, maldade, maliciousness, malignidade, da malícia
κακεντρέχεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwaadaardigheid, maliciousness, boosaardigheid, boosheid, kwaadheid
κακεντρέχεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
враждебность, злоба, вражда, неприязнь, злонамеренность, злобы
κακεντρέχεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiendskap, ondskap, maliciousness
κακεντρέχεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maliciousness, ondska, är skadlig, elakhet, och ondska
κακεντρέχεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maliciousness, häijyyttä, pahuutta
κακεντρέχεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ondskab, maliciousness, ondsindede, ondskabsfuldhed, Slethed
κακεντρέχεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepřátelství, nenávist, zaujatost, animozita, odpor, zášť, nevůle, nechuť, škodolibost, zlomyslnost, škodlivost
κακεντρέχεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
animozja, uraza, niechęć, złośliwość, szkodliwość, złości
κακεντρέχεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maliciousness, rosszasággal, rosszindulata, rosszindulat
κακεντρέχεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşmanlık, kötülük
κακεντρέχεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ворожість, злоба, зловмисність
κακεντρέχεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligësi
κακεντρέχεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злоба, омраза
κακεντρέχεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зламыснага, зламысны, зламысных, зламысныя, зламысным
κακεντρέχεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaenulikkus, maliciousness, pahatahtlikkusest, kurikavalust
κακεντρέχεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zloba, neprijateljstvo, mržnja, zloće, zlonamjernoj, zlonamjernoj aktivnosti
κακεντρέχεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
maliciousness
κακεντρέχεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pridengia
κακεντρέχεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maliciousness, slēpšanai
κακεντρέχεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
злоба
κακεντρέχεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
animozitate, malițiozitate, răutate, de răutate, răutății, răzbunarea
κακεντρέχεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maliciousness
κακεντρέχεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
animozita, škodoradosť
Τυχαίες λέξεις