Empower στα ελληνικά

Μετάφραση: empower, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ
Empower στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anion στα ελληνικά - ανιόν, ανιόντος, ανιόντων, ανιόν που, ανιόντα
  • banisher στα ελληνικά - εξορίζων
  • blossomed στα ελληνικά - άνθισε, εξελιχθεί, ανθίσει, άνθισαν, άνθησε
  • cedar στα ελληνικά - κέδρος, κέδρου, κέδρο, κέδρους, κέδρων
Τυχαίες λέξεις
Empower στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ