Λέξη: διαστρεβλώνω
Σχετικές λέξεις: διαστρεβλώνω
διαστρεβλώνω ορισμος, διαστρεβλώνω αγγλικά, διαστρεβλώνω αντωνυμο, διαστρεβλώνω σημασια
Συνώνυμα: διαστρεβλώνω
διαλέγω, διαστρέφω, παραμορφώνω
Μεταφράσεις: διαστρεβλώνω
διαστρεβλώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
warp, garble, misrepresent
διαστρεβλώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mutilar, garble, de mutilación, falsear
διαστρεβλώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlammablagerung, kette, verzerrung, zettel, neigung, schlamm, kettenfäden, schlick, verstümmeln, entstellen, garble, Verstümmelung, verstümmelungs
διαστρεβλώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distordre, tordre, contourner, fausser, bistourner, déformer, ratatiner, canevas, brouillage, brouillage de, garble, brouillage de conflit, un brouillage de conflit
διαστρεβλώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordito, ingarbugliare, garble, travisare, distorcere, imbrogliare
διαστρεβλώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urdir, aviso, adulterar, deturpar, deturpação, garble, truncar
διαστρεβλώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdraaien, verminken, verminkt, onherkenbaar, garble
διαστρεβλώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекоситься, искривление, коробиться, верповать, перекос, верповаться, изгорбиться, корежиться, покоробиться, коробить, искажение, основа
διαστρεβλώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garble
διαστρεβλώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
garble
διαστρεβλώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieroutuma, vääristää, vääristymä, vääristyä, typistää, vääristellä
διαστρεβλώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
garble
διαστρεβλώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdeformovat, zkroutit, osnova, pokřivit, deformovat, překroutit
διαστρεβλώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przekręcać, nawój, zwichrowanie, osnowa, wypaczać, hol, marszczyć, wykrzywiać, wypaczenie, wyginać, wykręcać, infrastruktura, paczyć, okroić, garble, zniekształcać przez opuszczenia
διαστρεβλώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horgonykötél, nyüstfonál, láncfonat, vontatókábel, iszaplerakódás, elgörbülés, hordalékterület, nyüst, összekever, kiválogat
διαστρεβλώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak
διαστρεβλώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попереджає, спотворення, перекручування, викривлення, перекручення
διαστρεβλώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngatërroj
διαστρεβλώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
основа, фалшифицирам, представям неточно, тенденциозно подбирам
διαστρεβλώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скажэнне, скажэньне, перайначанне
διαστρεβλώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
διαστρεβλώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnova, namještati, izopačiti
διαστρεβλώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
garble
διαστρεβλώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti
διαστρεβλώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagrozīt, izkropļot
διαστρεβλώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
garble
διαστρεβλώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trunchia, denatura faptele
διαστρεβλώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osnova, garble
διαστρεβλώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osnova, prekrútiť, překroutit, prekrútia
Τυχαίες λέξεις