Frequent στα ελληνικά
Μετάφραση: frequent, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνάζω, συχνός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angling στα ελληνικά - ψάρεμα με καθετή, ψάρεμα, καθετή, στρέψη, ερασιτεχνική αλιεία
- antiwar στα ελληνικά - αντιπολεμικό, αντιπολεμική, αντιπολεμικά, αντιπολεμικών, αντιπολεμικού
- arm-rest στα ελληνικά - υποβραχιόνιο, υποβραχιόνιο της
- asserter στα ελληνικά - ισχυριζόμενος, βεβαιών
Τυχαίες λέξεις
Frequent στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνάζω, συχνός
Μεταφράσεις: συχνάζω, συχνός