Fuel στα ελληνικά

Μετάφραση: fuel, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Fuel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adsorptive στα ελληνικά - προσροφητικός, προσροφητική, προσροφητικοί, προσροφητικές, απορροφητικοί
  • bounder στα ελληνικά - αγροίκος, φανφαρόνος
  • caverns στα ελληνικά - σπήλαια, σπηλιές, σπηλαίων, κοιλότητες, τα σπήλαια
  • chairlift στα ελληνικά - αναβατήρα, λιφτ, τελεφερίκ, λιφτ με καρεκλάκια
Τυχαίες λέξεις
Fuel στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων