Λέξη: τεκμηριώνω

Σχετικές λέξεις: τεκμηριώνω

τεκμηριώνω συνώνυμο, τεκμηριώνω english, τεκμηριώνω λεξικο, τεκμηριώνω στα αγγλικα, τεκμηριώνω συνώνυμα, τεκμηριώνω μετάφραση, τεκμηρίωση ορισμός, τεκμηριώνω ορισμός

Μεταφράσεις: τεκμηριώνω

τεκμηριώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substantiate, tekmiriono

τεκμηριώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justifier, fonder, considérablement, prouver, motiver, tekmiriono

τεκμηριώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обосновывать, обосновываться, обосновать, доказывать, подтверждать, tekmiriono

τεκμηριώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukea, vahvistaa, todentaa, tekmiriono

τεκμηριώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdůvodnit, doložit, dokázat, odůvodnit, tekmiriono

τεκμηριώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzasadniać, udowodnić, uzasadnić, tekmiriono

τεκμηριώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доводити, обґрунтувати, tekmiriono

τεκμηριώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono

τεκμηριώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono
Τυχαίες λέξεις