Λέξη: προϋποθέτω

Σχετικές λέξεις: προϋποθέτω

προϋποθέτω αγγλικά, προϋποθέτω συνωνυμα

Συνώνυμα: προϋποθέτω

προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση

Μεταφράσεις: προϋποθέτω

προϋποθέτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
presuppose, premise

προϋποθέτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
premisa, premisa de, la premisa, premisas, Local

προϋποθέτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Prämisse, Voraussetzung, Annahme

προϋποθέτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mettre, supposer, présupposer, prémisse, principe, hypothèse, postulat, local

προϋποθέτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presupporre, premessa, presupposto, locale, premise, locale commerciale

προϋποθέτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
premissa, premissa de, local, pressuposto

προϋποθέτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
premisse, uitgangspunt, vooronderstelling, veronderstelling, premise

προϋποθέτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предполагать, припуститься, предположить, припустить, предпосылка, помещение, посылка, предпосылкой, помещения

προϋποθέτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
premiss, forutsetningen, premisset, forutsetning, premisset om

προϋποθέτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
premiss, förutsättningen, premissen, antagandet, förutsättning

προϋποθέτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edellyttää, lähtökohta, oletuksesta, oletukseen

προϋποθέτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forudsætning, præmissen, præmis, udgangspunkt

προϋποθέτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předpokládat, předpoklad, premisa, předpokladem, premisou, premisy

προϋποθέτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
implikować, przyjmować, zakładać, przesłanka, założenie, przesłanką, założeniem, przesłankę

προϋποθέτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
premissza, feltevést, helyszínnek, premisszája

προϋποθέτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öncül, dayanak noktası, dayanak, önerme, önermesi

προϋποθέτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самовпевнений, передумова, передумовою

προϋποθέτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
premisë, Premisa, premisë e, Premisa e, premisat

προϋποθέτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предпоставка, помещение, помещения, предварително условие

προϋποθέτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перадумова, перадумовы

προϋποθέτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eeldama, eeldus, eeldusel, eeldusest

προϋποθέτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretpostaviti, pretpostavka, premisa, prostor, prostori, premise

προϋποθέτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forsenda, forsendu, forsenda þess, forsendur, athafnasvæði

προϋποθέτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prielaida, Patalpos, patalpų, prielaidos

προϋποθέτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
premisa, priekšnoteikums, telpas, pieņēmumu

προϋποθέτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
премиса, просторијата, просторија, премисата, претпоставка

προϋποθέτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
premisă, premisa, premise, premiză, premiza

προϋποθέτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predpostavka, premise, prostori, prostor, premisa

προϋποθέτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predpoklad, predpokladom, predpokladu, domnienku, podmienkou
Τυχαίες λέξεις