Λέξη: ψευτομαχητής

Μεταφράσεις: ψευτομαχητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ruff, godwit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agachadiza, godwit, becasa, la agachadiza, de la agachadiza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halskrause, kampfläufer, krause, Uferschnepfe, godwit, Schnepfe, Uferschnepfen, Schnepfen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fraise, collet, col, crépue, barge, barge à, la barge, godwit, la barge à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Pittima, godwit, pittime, di pittime
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
godwit, limosa, da limosa, limosas, Limosa marmoreada
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grutto, godwit, grutto met
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
козырь, турухтан, ёрш, рюш, ерш, жабо, веретенник, большой веретенник
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suokukko, kiiski, godwit, Punakuiri
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kobbersneppe, stor kobbersneppe, godwit, store kobbersneppe, lille kobbersneppe
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okruží, límec, rudý, černoocasý, godwit, břehoušů
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
atut, krawatka, kryza, kołnierz, kreza, godwit
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
godwit, goda, nagy goda
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
godwit, Çulluk, çamur çulluğu, çamur kuşu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рюш, козир, веретенник, грицик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бекас, крайбрежен бекас
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вераценнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vigle, kurvitsalise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grgeč, godwit
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Godwit
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mal
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
godwit
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
manžeta, rudý, červený, Red, červenú
Τυχαίες λέξεις