Grown στα ελληνικά

Μετάφραση: grown, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, καλλιεργούνται, που καλλιεργούνται, ενήλικα, μεγάλους, ενήλικων
Grown στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • androgens στα ελληνικά - ανδρογόνα, ανδρογόνων, τα ανδρογόνα, ανδρόγυνα, των ανδρογόνων
  • broiling στα ελληνικά - ψησίματος, ψήσιμο, το ψήσιμο, ψήσιμο στη σχάρα
Τυχαίες λέξεις
Grown στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, καλλιεργούνται, που καλλιεργούνται, ενήλικα, μεγάλους, ενήλικων