Λέξη: συμβαίνω
Σχετικές λέξεις: συμβαίνω
συμβαίνω conjugation, συμβαίνω συνέβη, συμβάλλω στα αγγλικά, ρήμα συμβάλλω, συμβαίνω κλιση, συμβάλλω συνώνυμα
Συνώνυμα: συμβαίνω
ταιριάζω, διακινδυνεύω, τυχαίνω, εξιδρώνω, αποκαλύπτομαι, αναδίδω, αναδίδομαι, διαπνέω
Μεταφράσεις: συμβαίνω
συμβαίνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
occur, befall, happen, bechance, hap, betide, fortune
συμβαίνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acaecer, acontecer, venir, sobrevenir, suceder, pasar, llegar, ocurrir, sucederá, ocurrirá
συμβαίνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passieren, geschehen, stattfinden, vorkommen, passiert, geschieht
συμβαίνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
devenir, advenir, intervenir, venir, survenir, arriver, se produire, produire, se passer, arrivera
συμβαίνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cogliere, accadere, succedere, passare, toccare, capitare, accadrà, succederà
συμβαίνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acontecer, ocorra, ocupar, advir, ocorrer, vir, haver, incidir, pender, suceder, acontecem, aconteça, acontece, acontecerá
συμβαίνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegaan, gebeuren, gebeurt, toevallig, voorkomen, overkomen
συμβαίνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разыгрываться, случиться, совершаться, оказаться, совершиться, твориться, свершиться, выдаваться, делаться, встретить, встречаться, являться, бытовать, оказываться, издаваться, состояться, происходить, произойти, произойдет, случится
συμβαίνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skje, forekomme, skjer, tilfeldigvis, å skje, skje for
συμβαίνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inträffa, ske, tilldraga, hända, händer, råkar, att hända
συμβαίνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esiintyä, käydä, tapahtua, ilmetä, sattua, juolahtaa, löytyä, olla, tavata, törmätä, tapahtuu, tapahdu, tapahtuisi, tapahtumaan
συμβαίνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ske, sker, tilfældigvis, at ske
συμβαίνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dojít, nastat, docházet, přihodit, stát se, stane, nestane, se stalo
συμβαίνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdarzyć, wystąpić, wydarzać, występować, zdarzać, przydarzać, pojawiać, nadarzyć, znajdować, zaistnieć, przydarzyć, trafić, przytrafiać, umiejscowić, spotykać, umiejscawiać, stanie, stało, wydarzyć, dzieje
συμβαίνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
történik, történni, megtörténhet, történne, megtörténni
συμβαίνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olmak, ne, olur, gerçekleşmesi, meydana, başına
συμβαίνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статися, попадатись, траплятися, виявлятись, зустрінути, трапитися, бувати, потраплятися, зустріти, відбуватися, відбуватиметься, відбуватимуться, відбуватись
συμβαίνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndodh, ndodhë, të ndodhë, ndodhin, ndodhte
συμβαίνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
става, случи, се случи, стане, да се случи
συμβαίνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыходзiць, адбыцца, прыстань, адбывацца
συμβαίνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tabama, ilmnema, ilmuma, toimuma, juhtuma, juhtuda, juhtub, juhtu
συμβαίνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zadesiti, dogoditi, pojaviti, dogoditi se, se dogoditi, dogodi, dogodilo
συμβαίνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
henda, verða, gerast, gerst, gerist, skyldir, koma
συμβαίνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
evenio
συμβαίνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsitikti, atsitiks, įvykti, atsitiktų
συμβαίνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
notikt, gadīties, notiks, notiktu
συμβαίνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се случи, да се случи, случи, се случуваат, случува
συμβαίνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întâmpla, se întâmple, întâmple, se întâmplă, se intample
συμβαίνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nastat, napadat, zgodi, se zgodi, zgodilo, zgoditi
συμβαίνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stať, štát, stáť, štátu, štáty
Τυχαίες λέξεις