Immediately στα ελληνικά
Μετάφραση: immediately, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accuses στα ελληνικά - κατηγορεί, προσάπτει, κατηγορεί την, κατηγορεί τον, κατηγορεί για
- anticipating στα ελληνικά - πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέποντας, πρόβλεψη των, πρόβλεψης
- blink στα ελληνικά - αναβοσβήνω
- caddis στα ελληνικά - Caddis
Τυχαίες λέξεις
Immediately στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμέσως
Μεταφράσεις: αμέσως