Λέξη: πατριάρχης

Σχετικές λέξεις: πατριάρχης

πατριάρχης φώτιος, πατριάρχης μόσχας, πατριάρχης ιεροσολύμων, πατριάρχης αθηναγόρας, πατριάρχης γρηγόριος ο ε, πατριάρχης ειρηναίος, πατριάρχης αντιοχείας, πατριάρχης αλεξανδρείας πέτρος, πατριάρχης βαρθολομαίος, πατριάρχης αλεξανδρείας

Μεταφράσεις: πατριάρχης

πατριάρχης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patriarch, patriarch of, the patriarch, a patriarch

πατριάρχης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patriarca, el Patriarca, patriarca de

πατριάρχης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Patriarch, Patriarchen, Erzvater, der Patriarch

πατριάρχης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patriarche, le Patriarche, patriarche de

πατριάρχης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patriarca, il Patriarca, Patriarcato, patriarca di

πατριάρχης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patriarca, o Patriarca, Patriarch, patriarca da

πατριάρχης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patriarch, aartsvader, de patriarch, stamvader

πατριάρχης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
старейшина, основатель, родоначальник, патриарх, Патриарха, патриархом, патриарху, Святейший Патриарх

πατριάρχης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patriarken, patriark, Patriarch

πατριάρχης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patriark, patriarken, Patriarch, stamfader, patriarkens

πατριάρχης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
patriarkka, patriarkan, patriarkkana, patriarkkaa, patriarkasta

πατριάρχης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patriark, patriarken, Patriarch, Patriarkens

πατριάρχης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patriarcha, patriarchou, Patriarch, patriarchovi, praotců

πατριάρχης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biskup, patriarcha, patriarchy, patriarchą, patriarchę, Patriarch

πατριάρχης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pátriárka, pátriárkája, pátriárkának, pátriárkát, pátriárkáról

πατριάρχης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patrik, patriği, patriğin, patri¤i

πατριάρχης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родоначальник, старійшини, сім'ї, сімена, патріарх

πατριάρχης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patrik, patriarku, patriark, patriku, patriarku i

πατριάρχης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патриарх, патриарх на, Патриаршески, за патриарх

πατριάρχης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патрыярх

πατριάρχης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
patriarh, patriarhi, patriarhiks, patriarhaadile, peavanem

πατριάρχης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
patrijarh, praotac, glava, starješina, osnivač, patrijarha, patrijarhu, Patrijarh je, je patrijarh

πατριάρχης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
patriarcha, forfaðirinn

πατριάρχης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patriarchas, patriarcho, patriarchu, patriarchui, tėvas

πατριάρχης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patriarhs, patriarhu, Patriarha, sentēvs

πατριάρχης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патријархот, патријарх

πατριάρχης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patriarh, patriarhul, Patriarhului, de patriarh, patriarch

πατριάρχης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
patriarh, patriarha, očak, je patriarh, patriarh je

πατριάρχης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
patriarcha, patriarchu, patriarcha v, patriarchom

Στατιστικά δημοτικότητας: πατριάρχης

Τυχαίες λέξεις