Λέξη: ακριβός

Σχετικές λέξεις: ακριβός

ακριβός τσολάκη, ακριβός τσολάκης σκαι, ακριβός συνώνυμα, ακριβός τσολάκης βιογραφικο, ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι, ακριβός τσολάκης βιογραφια, ακριβός τσολάκης, ακριβός τσολάκης βιβλία, ακριβός τσολάκης βιβλίο

Συνώνυμα: ακριβός

δαπανηρός, πολυδάπανος, πολύτιμος, τέλειος, εξεζητημένος

Μεταφράσεις: ακριβός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
costly, dear, expensive, pricey
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caro, costoso, caros, pricey, caras
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lieb, geehrte, aufwendig, kostspielig, herzlich, liebling, liebes, liebe, lieber, liebchen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amène, aimable, respectable, chérée, onéreux, mignon, agréable, chéri, gentil, cher, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caro, diletto, costoso, costosi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despesas, caro, decano, querido, caros, cara, familiar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waardevol, lief, gezien, waard, geacht, duur, kostbaar, dierbaar, prijzig, prijzige, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
милый, прелестный, дорого, любимый, душка, славный, люб, миленький, многоуважаемый, голубка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyr, dyrebar, kjær, kostbar, snill, kjære, pricey, dyrt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dyr, kostbar, kär, rar, dyrbar, kostsam, dyrt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyris, herttainen, kallis, kulta, armas, rakas, hintava, pricey, kalliita, kallista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyr, kostbar, værdifuld, kære, kær, pebret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
milovaný, drahocenný, vzácný, drahoušek, nákladný, draho, vážený, draze, milý, miláček, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kosztowny, czasochłonny, kochanie, drogi, miły, wspaniały, cenny, szanowny, drogie, drogo, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
költséges, drága, a drága
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevgili, pahalı, pricey, pahalı bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шановний, шановна, любий, любою, люба, дорого, дорогий, коштовний, любій, любої, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrenjtë, dashur, i kushtueshëm, kushtueshëm, të kushtueshëm, e shtrenjtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъп, любим, скъпи, скъпо, скъпа
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дарагі, дарогай, дарагой, дарогаю, шляхам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulukas, lugupeetud, kallis, pricey, kallid, Tyyris
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drage, skup, skupocjen, draga, drag, dragi, dragan, skupi, pricey, skupo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kær, dýr, er dýr, og dýr
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mielas, brangus, brangu, brangiau, Keliu, pricey
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīļš, dārgs, dārgais, dārgumiņš, mīļumiņš, pricey, dārga, ir pricey
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапи, се скапи, скап, на скапи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scump, drag, scumpe, pricey, de scumpe, costisitoare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drag, draga, pricey, predraga
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vážený, drahý, nákladný, milý, moc drahý, drahé

Στατιστικά δημοτικότητας: ακριβός

Τυχαίες λέξεις