Λέξη: δράμα

Σχετικές λέξεις: δράμα

δράμα ξάνθη, δράμα 86, δράμα νέα, δράμα πληθυσμός, δράμα καιρός, δράμα θεσσαλονίκη, δράμα χάρτης, δράμα 1986, δράμα τκ, δράμα αξιοθέατα

Μεταφράσεις: δράμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drama, tragedy, drama of, the drama, of Drama
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
drama, teatro, el drama, drama de, dramática
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drama, Drama, Dramas, Dramatik, Schauspiel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
drame, théâtre, dramatique, le drame, art dramatique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dramma, teatro, il dramma, drama, drammatica
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgotar, drama, estancar, dreno, teatro, drama de, o drama, do drama
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drama, toneelstuk, toneel, dramatiek
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
театроведение, драма, драмы, Драматический, драме, драму
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drama, dramaet, Hørespill, dramatikk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drama, dramat, dramatik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
draama, draamaa, draaman, drama
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drama, dramaet, dramatik
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drama, činohra, Činohra, dramatu, dramatizace
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
teatr, dramat, krytyk, słuchowisko, sztuka, dramatu, drama, dramatem, dramacie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színdarab, dráma, Drama, drámát, a dráma, drámai
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
drama, tiyatro, Dram, draması, dramı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
драма, історичний, жахи
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dramë, drama, dramës, dramë e, drame
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
драма, Драматичен, драмата, Drama
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драма
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
draama, näitekirjandus, draamat, mängufilmid, drama, fiktsioon
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dramsko, dramski, drama, drame, dramu, drami, dramska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiklist, Drama, leikrit, sjónleikur, dramatík
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drama, dramos, dramą, Teatras
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drāma, dramaturģija, Drama, drāmas, drāmu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
драма, драмата, драмски, драмска, драматика
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dramă, teatru, drama în, drame, dramei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drama, drame, dramo, dramatika
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
činohra, dráma, drámu, drama, dramatický

Στατιστικά δημοτικότητας: δράμα

Τυχαίες λέξεις