Incarcerate στα ελληνικά
Μετάφραση: incarcerate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplifications στα ελληνικά - ενισχύσεις, πολλαπλασιασμούς, επεκτάσεις, Οι ενισχύσεις, πολλαπλασιασμοί
- bathing-box στα ελληνικά - κολύμβησης, κολυμβήσεως, κολύμβηση, μπάνιο, κολυμβητικής
- capriciousness στα ελληνικά - ιδιοτροπία
- cements στα ελληνικά - τσιμέντα, τσιμέντων, τα τσιμέντα, τσιμέντου, κονιών
Τυχαίες λέξεις
Incarcerate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακίζω
Μεταφράσεις: φυλακίζω