Λέξη: λυντσάρω

Συνώνυμα: λυντσάρω

θανατώ άνευ δίκης

Μεταφράσεις: λυντσάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lynch
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
linchar, lynch, linchamiento, linchar a, de linchamiento
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lynchen, lynch, lynchen sie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lyncher, lynchage, Lynch, lynchent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linciare, Lynch, linciaggio, i lynch, linciarlo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luxo, linchar, lynch, lincha, linche, o lynch
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lynchen, Lynch, lyncht, van Lynch
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
линчевать, Линч, Lynch, линчуют, линчевателей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lynsje, lynch, Lynchs
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lyncha, lynch, lynchar, Lynchs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lynkata, Lynch, Lynchin, lynkkaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lynche, lynch, ringstiften, ringstift
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lynčovat, Lynch, lynčující, Lynchová, Lynche
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zlinczować, linczować, linch, samosąd, Lynch
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyirokkiválasztó, lincsel, Lynch, rugós, lincselő
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
linç, lynch, Lynch'in, bir linç
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рисячий, лінчувати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vras, Lynch, vras pa gjyq, linçoj, Linç
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
линчуване, Линч, Lynch, линчуват, линчуваща
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лінчавалі, лінчаваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lintšima, Lynch, põhiteljeks, Lynchi, Lynkata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
linčovati, linč, Lynch, hajka, Lynch je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lynch
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linčiuoti, Lynch, linčo teismas, Linčot
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
linčot, Lynch, linča, Linčs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
линч, политички линч, линчува, линч од, личнуваат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
linșa, Lynch, linșeze, Lynch a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Lynch, Linčovati, opazna, Lynch je, Lynch se
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lynčovať
Τυχαίες λέξεις