Inflationary στα ελληνικά
Μετάφραση: inflationary, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληθωριστικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agreeing στα ελληνικά - συμφωνώντας, συμφωνία, συμφωνεί, τη συμφωνία, συμφωνήσει
- anti-imperialistic στα ελληνικά - αντι, κατά, καταπολέμηση, anti, την καταπολέμηση
- biff στα ελληνικά - χαστούκι, Biff, ραπίζω, ράπισμα, χαστουκίζω
- capitalizing στα ελληνικά - κεφαλαιοποίηση, κεφαλαιοποιώντας, αξιοποιώντας, την κεφαλαιοποίηση, την αξιοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Inflationary στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληθωριστικός
Μεταφράσεις: πληθωριστικός