Λέξη: διψασμένος
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα
Συνώνυμα: διψασμένος
διψαλέος, διψών
Μεταφράσεις: διψασμένος
διψασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thirsty, hungry, thirst
διψασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sediento, sed, sedientos, sedienta
διψασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durstig, Durst, durstige, durstigen, thirsty
διψασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
altéré, assoiffé, affamé, avide, désireux, soif, assoiffés, assoiffée
διψασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assetato, sete, assetati, assetata, ha sete
διψασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedento, com sede, sede, thirsty, sedentos
διψασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dorstig, dorst, dorstige, dorst heeft
διψασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жаждущий, иссохший, пить, жажду, жажды, жажда
διψασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tørst, tørste, tørster, er tørst
διψασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törstig, törstiga, törstigt, törstar
διψασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
janoinen, jano, janoisia, thirsty, janoaa
διψασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørstig, tørstige, tørst, tørste
διψασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dychtivý, žíznivý, žízeň, žízně, žízní
διψασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spragniony, żądny, spragnieni, spragniona, spragnionych
διψασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitikkadt, szomjas, szomjasak, szomjazó, szomjazik, szomjasnak
διψασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
susuz, susamış, susuzluk, thirsty
διψασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спраглий, жадаючий, прагнучий, висохлий, жадає, що жадає, прагне
διψασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i etur, etje, etur, të etur, etja
διψασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жаден, жадни, жадна, жадно
διψασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
які прагне, прагне, які жадае, жадае, спрагнены
διψασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
janune, janu, janused, on janu, janus
διψασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žedan, žedni, žedna, žeđ, žeđi
διψασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þyrstir, þyrstur, þorsta, þyrstan, þyrsta
διψασμένος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
siccus
διψασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištroškęs, troškulį, ištroškę, trokšta, ištroškusio
διψασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izslāpis, slāpst, slāpes, izslāpuši, izslāpušu
διψασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жеден, жедни, жедна, ожедни, жед
διψασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
însetat, setat, sete, de sete, însetați
διψασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žejen, žejni, žejna, žejne, žejo
διψασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smädný, vysmädnutý