Λέξη: οδύνη

Σχετικές λέξεις: οδύνη

οδύνη συνωνυμα, οδύνη ετυμολογια, οδύνη για τον σημαιοφόρο του 6ου επαλ - ο μαθητής πέθανε στα 16 του χρόνια, οδύνη μικρές ιστορίες ανεργίας, οδύνη βρεττάκος, οδύνη ορισμός, ψυχική οδύνη, οδύνη λεξικό, οδύνη στην κηδεία της ανδριάνας γαρδικιώτη, οδύνη τησ απώλειασ

Συνώνυμα: οδύνη

οξύς, πόνος, σουβλιά πόνου, αγωνία, άλγος, θλίψη, βάσανο

Μεταφράσεις: οδύνη

οδύνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grief, anguish, affliction, suffering, pain, distress

οδύνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pesadumbre, aflicción, sentimiento, duelo, desolación, angustia, pesar, la angustia, angustias, de angustia, dolor

οδύνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leid, wehmut, herzeleid, kummer, gram, Qual, Pein, Angst, Schmerz, Qualen

οδύνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infortune, regret, chagrin, dépit, malheur, tristesse, tracas, deuil, malchance, douleur, désastre, repentir, ennui, peine, angoisse, l'angoisse, angoisses, d'angoisse

οδύνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pena, angoscia, angosce, l'angoscia, dell'angoscia, di angoscia

οδύνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pesar, aflição, angústia, angústias, a angústia, angustia, anguish

οδύνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droefheid, leed, smart, verdriet, angst, benauwdheid

οδύνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сострадание, сокрушение, огорчение, грусть, горе, прискорбие, кручина, сожаление, печаль, горесть, беда, тоска, скорбь, боль, страдания, мучение, страдание

οδύνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sorg, kval, angst, kvaler, pine, smerte

οδύνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sorg, ångest, vånda, kval, smärta, ångesten

οδύνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katumus, murhe, suru, piina, hätä, mielipaha, sielunhätä, ahdistus, ahdistusta, tuskaa, ahdistuksen, tuska

οδύνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kvaler, angst, smerte, kval, pine

οδύνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zármutek, trápení, neštěstí, hoře, lítost, žal, smutek, úzkost, bolest, muka, trýzeň

οδύνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żal, żałość, żałoba, smutek, frasunek, zmartwienie, zgryzota, nieszczęście, udręczenie, boleść, cierpienie, udręka, udręki

οδύνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
baj, bánat, kín, szorongás, gyötrelem, szorongó, gyötrelmet

οδύνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, keder, ızdırap, ıstırap, ıstırabın

οδύνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жаль, туга, сум, горе, біль, болю

οδύνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hidhërim, ankth, ankthi, ankthin, një ankth, dëshprim

οδύνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горе, измъчвам, мъчение, силна болка, мъка, страдание

οδύνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
боль

οδύνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lein, kahetsusvalu, ahastus, ängi, ängistust, ahastuses, ahastust

οδύνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bol, žalost, tuga, muka, tjeskoba, tjeskobe, vrisak

οδύνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggð, angist, Bláland, hugarvíl

οδύνη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
luctus, desiderium

οδύνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skausmas, kančia, kančias, sielvartas

οδύνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nelaime, skumjas, bēdas, sirdssāpes, ciešanas, mokas, ciešanām, sāpes

οδύνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болка, мачнина, маката, бившиот, мака

οδύνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supărare, doliu, chin, durere, suferință, angoasa, angoasă

οδύνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bol, tesnobo, tesnoba, nadloga, tesnobe, muka

οδύνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strasť, bol, úzkosť, úzkosti
Τυχαίες λέξεις