Intercourse στα ελληνικά

Μετάφραση: intercourse, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
Intercourse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abducts στα ελληνικά - απάγει, απαγάγει, απάγεται προς, απάγεται προς τα
  • bachelor στα ελληνικά - άγαμος, απόφοιτος, Bachelor, εργένης, μπάτσελορ
  • black-hearted στα ελληνικά - μαύρη, μαύρο, μαύρα, μαύρες, μαύρου
  • bumbling στα ελληνικά - ενθουσιώδεις, αδέξιος, ενθουσιώδη
Τυχαίες λέξεις
Intercourse στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία