Λέξη: εκλεκτικός

Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός

επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης

Συνώνυμα: εκλεκτικός

λεπτοκαμωμένος, νόστιμος, ντελικάτος, λεπτός, αιρετός, εκλογικός, επιλογικός

Μεταφράσεις: εκλεκτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eclectic, selective, choosey, a selective
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
selectivo, selectiva, selectivos, selectivo de, selectivas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, selektiven, selektiver, selektives
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclectique, sélectif, sélective, sélectifs, sélectives, sélection
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
selettivo, selettiva, selettivi, selettive, selective
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seletivo, selectiva, seletiva, selectivo, selectivos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
selectief, selectieve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эклектический, эклектик, селективный, селективного, избирательного, селективное, избирательное
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, selektivt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektiva, selektivt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valikoiva, selektiivinen, valikoivaa, valikoivan, valikoivia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
eklektik, eklektický, selektivní, výběrové, selective, selektivním, selektivního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eklektyczny, eklektyk, selektywny, wybiórczy, selekcyjny, selektywne, selektywnej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szelektív, a szelektív, szelektívebb, szelektíven
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seçici, selektif, seçici bir, seçmeli, seçimli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
еклектичний, еклектик, селективний, селективним
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, përzgjedhës, përzgjedhëse, përzgjedhur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
селективен, селективна, селективно, селективни, избирателно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
селектыўны, сэлектыўны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eklektiline, eklektik, selektiivne, valikuline, valikulise, selektiivsed, selektiivse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eklektičan, eklektik, selektivan, selektivni, selektivno, selektivna, selektivnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sértækur, sérhæfðir, sértækt, sértæka, sértæk
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
selektyvus, atrankinė, atrankinis, selektyvi, selektyvaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
selektīvs, selektīva, selektīvi, selektīvu, selektīvā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
селективен, селективна, селективни, селективно, селективниот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
selectiv, selectivă, selective, selectiva, selectivi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
selektivna, selektivno, selektivni, selektivne, selektiven
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eklektický, selektívne, selektívna, selektívny, selektívnej, selektívnu
Τυχαίες λέξεις