Λέξη: καθυστέρηση
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λόγου, καθυστέρηση περιόδου αίτια, καθυστέρηση κατά τον εκτελωνισμό, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση ομιλίας, καθυστέρηση περιόδου αιτίες, συμπτώματα εγκυμοσύνης, τεστ εγκυμοσύνης, καθυστερηση, καθυστερηση περιοδου
Συνώνυμα: καθυστέρηση
κατάδικος, επιπορεία, αναβολή, αργοπορία, επιβράδυνση, χρονοτριβή
Μεταφράσεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hold-up, delay, delayed, retardation, lag, delay in
καθυστέρηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retraso, detener, retardar, retrasar, atraco, demora, retardo, de retardo, retardo de
καθυστέρηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stockung, überfall, verzögerung, verzögern, verkehrsbehinderung, verzug, raubüberfall, aufschub, aufschieben, Verzögerung, Verspätung, Verzögerungs, Delay
καθυστέρηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reporter, suspendre, transférer, sursis, remettre, agression, ajourner, surseyons, muter, attaque, surseyant, retard, temporiser, reculer, surseoir, différer, délai, tarder, délais, retards
καθυστέρηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tardare, dilazione, ritardare, ritardo, rapina, spostare, indugio, di ritardo, ritardi, ritardo di
καθυστέρηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adiar, atraso, tardar, retardar, demorar, adiamento, alongar, protelação, demora, espera, desidratar, postergar, atrasos, de atraso, retardo
καθυστέρηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, verdaging, vertragen, opschorting, aanhouden, verdagen, delay, vertragingstijd
καθυστέρηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затяжка, налетчик, остановка, опоздание, волынить, просрочивать, перебой, помедлить, бандит, оттяжка, заминка, задерживать, отложить, нападение, отлагательство, откладывать, задержка, задержки, задержкой, отсрочка, промедление
καθυστέρηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forhale, forsinke, forsinkelse, oppholde, forsinkelsen, opphold, forsinkelses
καθυστέρηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försena, dröjsmål, uppehålla, uppskov, anstånd, fördröjning, fördröjnings, försening, förseningen
καθυστέρηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viipymä, lykkäys, hidastelu, vitkastelu, viivyttää, lykätä, siekailla, viivästys, viivytys, viive, viiveen, viivästyminen, viivytystä, viivästymisen
καθυστέρηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsætte, forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket
καθυστέρηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přepadení, otálet, odklad, meškat, váhat, přeložit, odložit, pozdržet, prodlení, průtah, zdržet, odsunout, zdržení, zpoždění, prodleva, prodlevy
καθυστέρηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwleczenie, spóźnienie, guzdrać, przenosić, izolacja, napad, mitręga, opóźnić, wstrzymywać, zwlekanie, opóźnienie, odkładać, odwlekać, zwłoka, opóźniać, odraczanie, opóźnienia, zwłoki, opóźnieniem
καθυστέρηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
útonállás, késleltetés, késedelem, késleltetési, késés, késlekedés
καθυστέρηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tehir, gecikme, geciktirmek, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
καθυστέρηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, відкладати, пограбування
καθυστέρηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vonoj, vonesë, vonesa, vonese, vonesë të, vonesë e
καθυστέρηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забавяне, закъснение, отлагане, незабавно, забава
καθυστέρηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
затрымка
καθυστέρηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
καθυστέρηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kašnjenje, prepreka, zatezanje, odugovlačenje, zadržavanje, zatezati, odlaganje, zakašnjenje, kašnjenja, odgoda, odgađanje
καθυστέρηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frestur, tafir, töf, seinkun, tefja, tafar
καθυστέρηση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mora
καθυστέρηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trukti, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą
καθυστέρηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novilcināšana, aizkavēšana, atlikšana, kavēšanās, aizkavēšanās
καθυστέρηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одложување, задоцнување, доцнење, одлагање, доцнењето
καθυστέρηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întârziere, întârzieri, intarziere, întârzierea
καθυστέρηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamuda, zamudo, zamude, zakasnitev, zamik
καθυστέρηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
meškať, meškanie, oneskorenie, oneskorenia, meškania, omeškania
Στατιστικά δημοτικότητας: καθυστέρηση
Τυχαίες λέξεις