Λέξη: άνοστος
Σχετικές λέξεις: άνοστος
άγνωστος συνωνυμα
Συνώνυμα: άνοστος
ανούσιος, σαχλός, αηδής, νερουλός, νερωμένος
Μεταφράσεις: άνοστος
άνοστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bland, vapid, wishy-washy, insipid, mawkish
άνοστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insulso, flojo, endeble, insípida, soso
άνοστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sanft, langweilig, flach, höflich, fad, verwaschen, wischiwaschi, labberig, wachsweich, ungenau
άνοστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suave, clément, gracieux, tempéré, mou, tendre, fade, placide, insipide, bon, mièvre, bénin, doux, délavé, fadasse, manqué de personnalité
άνοστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insipido, insulso, annacquato, indeciso, insulsi
άνοστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insosso, fraco, insípido, indecisos, aguado
άνοστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
poeslief, flauw, slap, slappe, halfzachte, besluiteloos, weifelachtig
άνοστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мягкий, ласковый, скучный, вкрадчивый, вялый, бессодержательный, плоский, малосодержательный, вежливый, слабый, успокаивающий, безвкусный, невыразительный
άνοστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flau, wishy
άνοστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fadd, flummigt, svamlig
άνοστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laimea, hengetön, väljähtynyt, mitäänsanomaton, mieto, lattea, hailakka, pliisu, vetinen, latteaa, pilipali
άνοστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slap, slapt, fodertilskud, overfladisk
άνοστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mírný, nemastný, mdlý, sladký, nudný, uhlazený, jemný, lahodný, nicotný, vybledlý
άνοστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrotliwy, nijaki, miły, tępy, mdły, nieświeży, bezduszny, łagodny, wodnisty, lurowaty, bez treści
άνοστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
udvarias, lötty, híg lötty
άνοστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karaktersiz, renksiz, cansız, karaktersizlik iþte
άνοστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабкий, переваги, украдливий, увічливий, пестливий, чемний, невиразний, невиразне, невиразна, безбарвний, невиразну
άνοστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shpëlarë, zbardhylët, shpëlarë, i lëngshëm, i zbardhylët
άνοστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безвкусен, разводнен, блудкаво сантиментален, като помия, вял
άνοστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
невыразны
άνοστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maotu, maitsetu, ilmetu, elutu, mahe, tuim, lahja, Hailakka, lahjalt, Haalea, Pilipali
άνοστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosadan, neslan, neodlučan, kolebljiv, vodnjikav
άνοστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wishy
άνοστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neapsisprendęs, Lurowaty, blankus, išskydęs, Neizteiksmīgs
άνοστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīlīgs, neizteiksmīgs, bāls, šķidrs
άνοστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разводнен, гола вода
άνοστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insipid
άνοστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Negotov, Omahljiv
άνοστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nudný, chabý, ničotný, neexistujúci, neexistoval, nulitný, nudny