Intermission στα ελληνικά

Μετάφραση: intermission, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα
Intermission στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achieved στα ελληνικά - επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτευχθούν, επιτύχει, επιτυγχάνονται
  • asphyxiate στα ελληνικά - ασφυκτιώ
  • aunts στα ελληνικά - θείες, οι θείες, τις θείες, θείους, θείοι
Τυχαίες λέξεις
Intermission στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα