Λέξη: ευελπιστώ

Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ

ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο

Συνώνυμα: ευελπιστώ

ελπίζω

Μεταφράσεις: ευελπιστώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hope, I hope, I trust, hopefully, I look forward
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esperar, esperanza, expectativa, espero, esperamos, la esperanza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hoffen, hoffnung, Hoffnung, hoffe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
espoir, expectative, espérer, espérance, espère, espérons, espère que
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speranza, sperare, spero, speriamo, la speranza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
buzina, esperança, esperar, espero, esperamos, espero que
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ожидание, рассчитывать, надеяться, уповать, ущелье, упование, надежда, полагаться, чаяние, лощина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håpe, håp, håper, håper at
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förhoppning, hoppas, hoppas att, hopp, hoppas på
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toive, toivo, toivoa, toivon, toivottavasti, toivomme
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håb, håbe, håber
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doufat, naděje, doufám
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
remény, remélem, reméljük
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ummak, umut, umuyoruz, umuyorum, umarım, istiyoruz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лощина, уповати, ущелину, сподіватися, ущелина, сподіватись, надіятися, Сподіватимемося
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpresoj, shpresojmë, shpresoj se, shpresojnë, shpresojmë që
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надежда, надявам се, се надявам, се надяваме
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спадзявацца, надеяться
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lootma, lootus, loodan, loodame
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ufanje, nada, nadam, nadati, se nadam, nadam se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirvænting, von, vona, vona að, vonum, vonumst
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
spes, spero
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikėtis, viltis, tikimės, tikiuosi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cerība, cerēt, ceru, ceram
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се надевам, надевам, се надеваме, надевам дека, надеваме
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spera, speranţă, speranță, sperăm, sper, speranța
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upati, upamo, upam
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dúfať, nádeje, nádej
Τυχαίες λέξεις