Λέξη: πάσχω

Σχετικές λέξεις: πάσχω

πάσχω από κατάθλιψη, πάσχω ( πασχω ), πάσχω από σχιζοφρένεια, πάσχω ομόρριζα, πάσχω κλίση, πάσχω αρχικοί χρόνοι, πάσχω σύνθετα, πάσχω συνωνυμο, πάσχω συνώνυμα, πάσχω παράγωγα

Συνώνυμα: πάσχω

πονώ, ενοχλώ, υποφέρω, δεινοπαθώ

Μεταφράσεις: πάσχω

πάσχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suffer, ail, I suffer, I am suffering, is suffering

πάσχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sufrir, padecer, penar, sufren, sufrirá, sufrirán

πάσχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdulden, leiden, ertragen, erleiden, vertragen, aushalten, ausstehen, betroffen, leidet

πάσχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essuyer, subir, souffrissez, souffrissent, souffrissions, souffris, endurer, souffrance, douleur, souffrir, supplice, tolérer, digérer, éprouver, supporter, tourment, souffrent, souffrira, souffriront

πάσχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patire, soffrire, subire, soffrono, soffre, soffrirà

πάσχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sofrer, tolerar, padecer, suportar, sofra, subitamente, aguentar, sofrem, sofre, sofrerá

πάσχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijden, ondergaan, velen, uitstaan, uithouden, dragen, verdragen, doorstaan, dulden, last, last hebben, lijdt, te lijden

πάσχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мучиться, изведать, вытерпеть, пострадать, испытывать, настрадаться, претерпеть, стонать, испытать, перестрадать, сносить, страдать, позволять, выстрадать, претерпевать, помучиться, страдают, страдает, страдают от

πάσχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lide, bære, tåle, lider, å lide

πάσχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lida, lider, drabbas, drabbas av, lidande

πάσχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärsiä, kestää, suvaita, riutua, potea, kokea, sietää, kärsivät, kärsii, kärsimään, kärsi

πάσχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lide, lider, at lide, udsættes, udsat

πάσχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snášet, trpět, utrpět, prodělat, vytrpět, trápení, snést, přetrpět, strpět, zakusit, vydržet, utrpení, trpí, utrpí, trpíte

πάσχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chorować, cierpieć, tolerować, znosić, wycierpieć, ponieść, ucierpieć, doznać, ulec, cierpią

πάσχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenved, szenvednek, szenvedni

πάσχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı çekmek, katlanmak, acı, muzdarip, zarar

πάσχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постраждати, терпіти, випробувати, дозволяти, страждати, страждатиме, страждатимуть, потерпати, страждати на

πάσχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heq, vuaj, vuajnë, të vuajnë, vuajë, të vuajë

πάσχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страдам, страдат, страдате, страда, пострада

πάσχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакутаваць, цярпець, пакутваць

πάσχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatama, kannatavad, kannatab, kannatada, kannata

πάσχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podnositi, patiti, dopustiti, podnijeti, trpjeti, pretrpjeti, pate, trpe

πάσχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjást, ert, þjáist, líða, ert með

πάσχω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
perfero

πάσχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kentėti, patirti, kenčia, patiria, nukentėti

πάσχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ciest, cieš, nodarīts, cietīs, cieš no

πάσχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
страдаат, страдате, претрпи, страда, страдаат од

πάσχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suferi, susţine, suferă, sufera, sufere, suferit

πάσχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trpijo, trpi, trpeli, utrpeli, trpel

πάσχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpieť
Τυχαίες λέξεις