Invest στα ελληνικά
Μετάφραση: invest, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι
Μεταφράσεις
- agitates στα ελληνικά - ταράζει, ταράσσει, αναδεύει, αναταράσσει, αναδεύει τις
- blends στα ελληνικά - μείγματα, μίγματα, χαρμάνια, μιγμάτων, μειγμάτων
- borrow στα ελληνικά - δανείζομαι
Τυχαίες λέξεις
Invest στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι