Jet στα ελληνικά
Μετάφραση: jet, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αεριωθούμενο, πετώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aggregative στα ελληνικά - συσσωματωτική, συσσωματικά, συσσωματικές, συσσωματωμένες, συσσωματωμένα
- assemblers στα ελληνικά - συναρμολογητές, επιχειρήσεις συναρμολόγησης, συναρμολόγησης που, επιχειρήσεων συναρμολόγησης, επιχειρήσεις συναρμολόγησης της
- bedpan στα ελληνικά - ουροδοχείο, πάπια, ουροδοχείων
Τυχαίες λέξεις
Jet στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αεριωθούμενο, πετώ
Μεταφράσεις: αεριωθούμενο, πετώ