Λέξη: θηλυπρεπής
Μεταφράσεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unmanly, effeminate, girlish
θηλυπρεπής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afeminado, afeminados, afeminada, los afeminados, afeminadas
θηλυπρεπής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmännlich, weibisch, verweichlicht, weichlich, verweichlichten, effeminate
θηλυπρεπής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mou, efféminé, efféminés, efféminée, molle
θηλυπρεπής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
effeminato, effeminati, effeminate, effeminata, effemminato
θηλυπρεπής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
efeminado, afeminado, efeminados, efeminada, afeminada
θηλυπρεπής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijfd, verwijfde, vrouwelijk, effeminate, ontuchtigen
θηλυπρεπής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
женоподобный, женоподобным, изнеженный, женоподобными, женоподобные
θηλυπρεπής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feminin, feminine, effeminate, feminint, bløtaktige
θηλυπρεπής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
effeminate, feminin, förvekligad, feminint, feminina
θηλυπρεπής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naismainen, naismaista, effeminate, hekumoitsijat, veltostunut
θηλυπρεπής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
feminin, kvindagtig, feminine, kvindagtige, blødagtig
θηλυπρεπής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slabošský, zženštilý, zženštilého, zženštilá, zženštilí, zženštilé
θηλυπρεπής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemęski, tchórzliwy, słaby, zniewieściały, effeminate, zniewieściałym, zniewieściali, zniewieściałego
θηλυπρεπής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elpuhult, nőies, fiúkat, elnőiesedett
θηλυπρεπής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kadınsı, efemine, effeminate, feminin, kadınsı bir
θηλυπρεπής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жінкоподібний, женоподібний, женоподібних
θηλυπρεπής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
si femër, femëror, femërzuar, i zhburrëruar, feminizuarit
θηλυπρεπής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
женствен, мекушав, женствени, женствено, женственото
θηλυπρεπής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падобны да жанчыны, жанчынападобны, женоподобный
θηλυπρεπής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebamehelik, Naiseliku, Epämiehekäs, Veltostunut
θηλυπρεπής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kukavan, nemuževan, ženstven, ženskast, feminizirani, ženstveno, ženstveni
θηλυπρεπής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
effeminate
θηλυπρεπής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išlepęs, moteriškas, Izlutināts, Effeminate, Išlepinti
θηλυπρεπής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkstčaulīgs, izlutināts, sievišķīgs, padarīt sievišķīgu
θηλυπρεπής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
женствен
θηλυπρεπής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afemeiat, efeminat, efeminați, effeminate, efeminată
θηλυπρεπής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
effeminate, feminilni, Ženskast
θηλυπρεπής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zženštilý
Τυχαίες λέξεις