Λέξη: σταγόνα

Σχετικές λέξεις: σταγόνα

σταγόνα στο αιγαίο, σταγόνα αγγλικά, σταγόνα νερού, σταγόνα σταγόνα τζένη βάνου, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα καραμιχάλης, σταγόνα νερό, σταγόνα σταγόνα, σταγόνα ml, σταγόνα αίματος πριν την περίοδο

Συνώνυμα: σταγόνα

χάντρα, μαργαρίτης, αναδίπλωση, άμορφη μάζα, μηδέν, στάλαγμα, πτώση, ημιτόνιο, νάνος, μισή νότα, τρίπλα, ψιχάλα

Μεταφράσεις: σταγόνα

σταγόνα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drop, blob, drip, bead, drop of

σταγόνα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gota, caída, soltar, caer, bajar, dejar caer, dejar

σταγόνα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgeben, tropfen, niederstrecken, abfall, auslassen, niederhauen, wasserspiegelunterschied, überspringen, schlückchen, fallen, sinken, Tropfen, fallen lassen, Drop

σταγόνα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ravaler, déchoir, jeter, dégringoler, avaler, précipice, perte, goutte, affaler, parachutage, rabaisser, renverser, falaise, précipiter, rabattre, dépenser, tomber, laisser tomber, baisser, abandonner, baisse

σταγόνα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbattere, goccia, gocciola, stilla, cadere, calare, scendere, far cadere

σταγόνα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cair, pender, pingo, gastar, gota, inclinação, soltar, largar, solte

σταγόνα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lik, druppel, droppel, besteden, drop, verteren, weglaten, uitgeven, vellen, waterdruppel, spenderen, laten vallen, vallen, dalen

σταγόνα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
капнуть, валиться, выронить, стихать, обронить, уронить, падение, пасть, упустить, грохать, ссадить, завозить, капель, спад, родиться, снижение, падать, снижаться, капля

σταγόνα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dråpe, slipp, slippe, droppe, falle, rulle

σταγόνα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
släppa, släpp, sjunka, släpper, falla

σταγόνα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pisara, suistua, valahtaa, lysähtää, kaataa, tiputtaa, pudota, jättää pois, pudottaa, drop, pudottamalla, laskea

σταγόνα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dråbe, falde, tår, drop, slip, slippe, droppe

σταγόνα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dopad, klesat, klesnout, snížit, shodit, nechat, spouštět, skolit, úbytek, spustit, pokles, kanout, vrhat, padat, hodit, kapka, upustit

σταγόνα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrzucać, obniżać, upadać, kropić, upaść, spuszczać, utrata, upuścić, kropla, zniżać, spadek, opadać, zrzut, spadać, upuszczać

σταγόνα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csepp, dobja, dobja be, csökken, ejtse

σταγόνα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
salıvermek, damla, damlamak, bırakın, düşürmeyin, düşmesi, bırakmak

σταγόνα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упускати, падіння, народитись, крапати, зниження

σταγόνα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pikë, rënie, bjerë, të bjerë, heqë, bie

σταγόνα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капка, пуснете, падне, спад, изпускайте

σταγόνα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скакаць, падаць, падзенне, падзеньне

σταγόνα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõpetama, kukkuma, tilk, langeda, langus, drop, raputage

σταγόνα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
curiti, ispustiti, opasti, kap, pad, ispustite, ispusti

σταγόνα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dropi, falla, missa, sleppa, lækka, sleppt, að falla

σταγόνα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cado

σταγόνα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašas, kristi, upuść, drop, sumažėti, nukristi

σταγόνα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdot, klints, iztērēt, piliens, nometiet, nomest, kritums, samazināties

σταγόνα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капка, откажат од, се намали, откажат, се откажат

σταγόνα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
picătură, pictor, strop, scădea, cădea, scădere, arunca

σταγόνα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spusti, padec, drop, spustite, pade

σταγόνα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokles, pustiť, zníženie, poklesu

Στατιστικά δημοτικότητας: σταγόνα

Τυχαίες λέξεις